τετρωροφος

τετρωροφος
    τετρώροφος
    τετρ-ώροφος
    2
    четырехэтажный
    

(οἰκία Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τετρωροφος" в других словарях:

  • τετρώροφος — of four stories masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρώροφος — ον, Α βλ. τετραώροφος …   Dictionary of Greek

  • τετρορόφων — τετρώροφος of four stories masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρωρόφους — τετρώροφος of four stories masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρώροφα — τετρώροφος of four stories neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρώροφοι — τετρώροφος of four stories masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραώροφος — η, ο / τετραώροφος, ον, ΝΑ, και τετρώροφος και τετρόροφος, ον, Α 1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις ορόφους 2. το ουδ. ως ουσ. το τετραώροφο(ν) κτήριο με τέσσερεις ορόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. δι ώροφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»